- διαιτητεύω
- arbitrer
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καλοδιακρίνω — (Μ) κρίνω δίκαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + δια κρίνω «κρίνω, διαιτητεύω»] … Dictionary of Greek
συνδιαιτητεύω — Ν [συνδιαιτητής] διαιτητεύω από κοινού … Dictionary of Greek